στροβιλοειδές

στροβιλοειδές
στροβῑλοειδές , στροβιλοειδής
like a
masc/fem voc sg
στροβῑλοειδές , στροβιλοειδής
like a
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μύρηξ — (murex). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων της οικογένειας των μυρηκιδών της τάξης των μονωτοκαρδίων, που ονομάστηκαν έτσι επειδή η καρδιά τους έχει μία μόνο κοιλία. Ο σπλαγχνικός θύλακος του μ. περιέχεται σ’ ένα στροβιλοειδές όστρακο, εφοδιασμένο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”